Ἥφαιστος

Ἥφαιστος
Ἥφαιστος ([dialect] Aeol.and [dialect] Dor. [full] Ἄφ-( [full] Ἅφ-) Sapph.66, Pi.O.7.35, etc.), , Hephaestus, Il.18.391, etc.; ἔργον Ἡφαίστοιο, of a bowl, Od.4.617;
A

κνημῖδας ὀρειχάλκοιο . . Ἡφαίστου κλυτὰ δῶρα Hes.Sc.123

;

φλογὶ Ἡφαίστοιο Il.17.88

, cf. Antim.44;

μὰ τὸν Ἥ. Com.Adesp.17.35D.

2 = Lat. Volcanus, D.H.2.54, Plu.2.276b, App.BC5.49, etc.
3 = Egypt. Plah, OGI90.2 (Rosetta, ii B.C.).
4 Pythag. name for nine, Theol.Ar.58.
II meton. for πῦρ, fire, Il.2.426, Hom.Fr.18, S.Ant.123 (lyr.), 1007, cf. Chrysipp.Stoic.2.315, al., D.S.5.74, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἥφαιστος — nine masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ήφαιστος — Sp Ìfestas Ap Ήφαιστος/Ifaistos L ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Ήφαιστος — Ένας από τους θεούς του ελληνικού δωδεκάθεου, γιος του Δία και της Ήρας. Κατά την ελληνική μυθολογία ο Ή. ήταν χαλκουργός που επεξεργαζόταν τα μέταλλα με τη βοήθεια της φωτιάς· συνδέεται έτσι με το δημιουργικό έργο της φωτιάς ως κοσμικού… …   Dictionary of Greek

  • Ήφαιστος — ο όνομα αρχαίου θεού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἡφαίστω — Ἥφαιστος nine masc nom/voc/acc dual Ἥφαιστος nine masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГЕФЕСТ —    • Ήφαιστος,          Volcanus, сын Зевса и Геры или одной Геры (Hesiod. theog. 927), в древнейшее время служил выражением могучей стихии огня, проявляющейся преимущественно в вулканических странах, и был великое творческое существо; но с тех… …   Реальный словарь классических древностей

  • Ἡφαίστοιο — Ἥφαιστος nine masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡφαίστου — Ἥφαιστος nine masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡφαίστους — Ἥφαιστος nine masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡφαίστῳ — Ἥφαιστος nine masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἥφαιστε — Ἥφαιστος nine masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”